- συναυξάνω
- (αόρ. συνηύξησα) μετ. вместе увеличивать, приумножать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναυξάνω — ΜΑ, και αττ. τ. ξυναυξάνω και συναύξω και ξυναύξω και συναέξομαι Α [αὐξάνω] βοηθώ στην αύξηση ενός πράγματος («τὴν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν... ἐπὶ πλεῑον συναύξησε», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. συνεκδ. παρουσιάζω ως… … Dictionary of Greek
συναυξάνεσθε — συναυξάνω increase imperf ind mp 2nd pl (doric) συναυξάνω increase pres imperat mp 2nd pl συναυξάνω increase pres ind mp 2nd pl συναυξάνω increase imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναῦξον — συναυξάνω increase imperf ind act 3rd pl (doric) συναυξάνω increase imperf ind act 1st sg (doric) συναυξάνω increase pres part act masc voc sg συναυξάνω increase pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναύξομεν — συναυξάνω increase imperf ind act 1st pl (doric) συναυξάνω increase pres ind act 1st pl συναυξάνω increase imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηυξημένα — συναυξάνω increase perf part mp neut nom/voc/acc pl συνηυξημένᾱ , συναυξάνω increase perf part mp fem nom/voc/acc dual συνηυξημένᾱ , συναυξάνω increase perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναυξόμενον — συναυξάνω increase pres part mp masc acc sg συναυξάνω increase pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυξανομένων — συναυξάνω increase pres part mp fem gen pl συναυξάνω increase pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυξανόμενον — συναυξάνω increase pres part mp masc acc sg συναυξάνω increase pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυξανόντων — συναυξάνω increase pres part act masc/neut gen pl συναυξάνω increase pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυξηθέντα — συναυξάνω increase aor part pass neut nom/voc/acc pl συναυξάνω increase aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυξησάντων — συναυξάνω increase aor part act masc/neut gen pl συναυξάνω increase aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)